- σολιάζω
- σόλιασα, σολιάστηκα, σολιασμένος, περνώ σόλες στα παπούτσια: Έδωσε τα παλιά της παπούτσια στον τσαγκάρη να τα σολιάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σολιάζω — σολιάζω, σόλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σολιάζω — Ν [σόλα] βάζω σε υποδήματα νέες σόλες … Dictionary of Greek
σόλιασμα — το, Ν [σολιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σολιάζω … Dictionary of Greek
καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… … Dictionary of Greek
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
νεοκάττυτος — νεοκάττυτος, ον (Α) (για τα υποδήματα) αυτός που επισκευάστηκε πρόσφατα με την προσθήκη καινούργιας σόλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κάττυτος (< κασσύω / καττύω «σολιάζω»)] … Dictionary of Greek
συγκαττύω — Α 1. (για υποδηματοποιούς, σελοποιούς κ.ά. τεχνίτες) συρράπτω («θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος», Λουκιαν.) 2. μτφ. μηχανεύομαι, επινοώ («ψεύσματα συγκαττύειν» το να μηχανεύεται κάποιος ψέματα, Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καττύω «συρράπτω … Dictionary of Greek